- θραύεται
- θραύωbreak in piecespres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
άθραυστος — η, ο (Α ἄθραυστος, ον) 1. αυτός που δεν θραύστηκε, ατσάκιστος, άσπαστος, ακέραιος 2. αυτός που δεν θραύεται ή δεν μπορεί να θραυστεί, αδιάλυτος, ανθεκτικός, γερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητικό + θραυστός < θραύω] … Dictionary of Greek
αταρτηρός — ἀταρτηρός, όν (Α) 1. υβριστικός, δηκτικός 2. επικίνδυνος, καταστρεπτικός. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός σχηματισμός, άγνωστης προελεύσεως. Υποστηρίχθηκε ότι ο τ. αταρτηρός παρουσιάζει τον ίδιο σχηματισμό με το ιων. ατηρός < άτη*, δηλ. όπως aFaτārόs… … Dictionary of Greek
δύσθραυστος — δύσθραυστος, ον (Α) αυτός που δύσκολα θραύεται … Dictionary of Greek
ευδιάθρυπτος — εὐδιάθρυπτος, ον (ΑΜ) 1. αυτός που θραύεται εύκολα 2. συντριμμένος, μετανοιωμένος 3. αυτός που επηρεάζεται, που κάμπτεται εύκολα 4. αυτός που αναλύεται, που διευκρινίζεται με σαφήνεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + διαθρύπτω] … Dictionary of Greek
ευσύντριπτος — εὐσύντριπτος, ον (Α) αυτός που συντρίβεται, που θραύεται εύκολα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + συν τρίβομαι] … Dictionary of Greek
εύθλαστος — εὔθλαστος, ον (ΑΜ) αυτός που θραύεται, που κομματιάζεται εύκολα, ο εύθραυστος («ὁ βλαστός ἀσθενέστερος γίνεται καὶ εὔθλαστος», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θλαστός (< θλω «σπάζω, συντρίβω»)] … Dictionary of Greek
εύθραυστος — η, ο (ΑΜ εὔθραυστος, ον) 1. αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («σκεύη κεραμεᾱ εὔθραυστα», Πλούτ.) 2. αδύνατος ή υπερβολικά λεπτός («εὔθραυστον γὰρ τὸ νέον, διὰ τὴν ἀσθένειαν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θραυστός (< θραύω «σπάζω»)] … Dictionary of Greek
εύθρυπτος — η, ο (ΑΜ εὔθρυπτος, ον) αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.) 2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα αρχ. 1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ … Dictionary of Greek
εύκηλος — (I) εὔκηλος, ον, θηλ. και εὐκήλη, δωρ. τ. εὔκαλος, ον (Α) 1. απαλλαγμένος από φροντίδες, αμέριμνος, ατάραχος, ήσυχος («εὔκηλοι πολέμιζον», Ομ. Ιλ.) 2. (για πράγματα) ήσυχος, ήρεμος («αὔραις εὐκήλοισιν», Οππ.). επίρρ... εὐκήλως (Α) ήσυχα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
θλω — (Α θλῶ, άω) 1. συντρίβω, σπάζω, τσακίζω νεοελλ. φρ. «τεθλασμένη γραμμή» η γραμμή που σύγκειται από πολλές ευθείες οι οποίες συνδέονται γωνιωδώς και επομένως αποτελείται από ευθεία που θραύεται κατ επανάληψη αρχ. 1. (για φωνή) σχίζω τ αφτιά,… … Dictionary of Greek